- αμανδαλώ
- ἀμανδαλῶ (-όω) (Α) [ἀμάνδαλος]αφανίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμάνδαλος — ἀμάνδαλος, ον (Α) αφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀμαλδύνω «μαλακώνω, αμβλύνω», και προήλθε από *ἀμάλδαλος (< ἀμαλδύνω) με ανομοίωση. ΠΑΡ. αρχ. ἀμανδαλῶ] … Dictionary of Greek